- ἀσημείωτος
- ἀσημείωτοςunnoticedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασημείωτος — η, ο (Α ἀσημείωτος, ον) ο απαρατήρητος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σημειωθεί ή δεν έχει καταγραφεί 2. εκείνος που δεν είναι σημειωμένος» που δεν έχει δηλαδή σωματικό ελάττωμα αρχ. 1. όποιος δεν έχει διακριτικά σημεία 2. εκείνος στον οποίο δεν… … Dictionary of Greek
ασημείωτος — η, ο επίρρ. α 1. ασημάδευτος (βλ. λ.). 2. εκείνος για τον οποίο δεν κρατήθηκε σημείωση ή τον οποίο δεν πρόσεξε κανείς: Ξέχασα μερικά έξοδα ασημείωτα. 3. αυτός που δεν είναι σημειωμένος, παραμορφωμένος σωματικά: Τέτοιος που ήταν, ο Θεός δεν τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσημείωτον — ἀσημείωτος unnoticed masc/fem acc sg ἀσημείωτος unnoticed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημειώτοις — ἀσημείωτος unnoticed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημείωτοι — ἀσημείωτος unnoticed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρασήμαντος — ἀπαρασήμαντος, ον (Α) [παρασημαίνομαι] ασημείωτος … Dictionary of Greek